σινδόνες

σινδόνες
σινδών
fine cloth
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • LANUGO — per blanditias, a grandibus natu tractata. Suet. Claud. Ner. c. 34. Quam, (matris suae amitam) cum visitaret: et illa tractans lanuginem eius, ut assolet iam grandis natu (ubi etiam legi potest, iam grandibus natu) per blanditias forte dixisset,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PERFORACULUM — τρύπανον Graecis, a perforare, τρυπᾷν, proprie de gemmis. Solinus c. 52. Quartus, (loquitur de variis adamantum speciebus) in metallis ferrariis legitur, pondere coeteros antecedens, non tamen et potestate: Nam et bi. et qui in cupro… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Σινδοί — και Σίνδοι ή Σίνδονες, οι, ΝΑ σκυθικός λαός τής Σαρματίας που κατοικούσε στη Σ ινδική …   Dictionary of Greek

  • ευήτριος — (I) εὐήτριος, ον και δωρ. τ. εὐάτριος, ον (ΑΜ) ο υφασμένος με καλή και λεπτή κλωστή («αἱ εὐήτριοι σινδόνες») αρχ. αυτός που υφαίνει καλά («πέπλων εὐάτριον ἐργάτιν... κερκίδα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ήτριον «ύφανση»]. (II) εὐήτριος, ον (Α) ευκοίλιος …   Dictionary of Greek

  • κοιτάριος — ία, ον (AM) μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ κοιτάριον μικρός θάλαμος, κοιτώνας, υπνωτήριο αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κοίτη, στην κλίνη («κοιτάριαι σινδόνες») 2. το ουδ. ως ουσ. μικρή κλίνη, κρεβατάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοίτη + κατάλ. άριος… …   Dictionary of Greek

  • λεπτουργία — η (AM λεπτουργία) [λεπτουργός] καλλιτεχνική επεξεργασία, δούλεμα με λεπτότητα, λεπτή τέχνη («σινδόνες ὑφασμέναι ὁμοίως κατὰ λεπτουργίαν ταῑς ἐκ τῶν ἐρίων πεποιημέναις», Ιώσ.) μσν. (για τη Δημιουργία) δεξιοτεχνική κατασκευή αρχ. 1. λεπτολογία… …   Dictionary of Greek

  • μολόχινος — μολόχινος, ίνη, ον (Α) [μολόχη] 1. αυτός που αποτελείται από ίνες μολόχας ή αυτός που έχει το χρώμα τής μολόχας («μολόχιναι σινδόνες», Περ. Ερ. Θαλ.) 2. ο κατασκευασμένος από μολόχα («μολόχινος ἔμπλαστρος», Γαλ.) …   Dictionary of Greek

  • σινδονοπώλης — ὁ, Α αυτός που πωλούσε σινδόνες, λεπτά ινδικά υφάσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σινδών, όνος «λεπτό ύφασμα» + πώλης*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”